ἅλις

ἅλις
ἅλῐς [ᾰ], Adv.
A in crowds, in plenty, hence, in a modified sense, sufficiently, enough:
1 Hom. mostly with Verbs, ἅ. πεποτήαται [μέλισσαι] Il.2.90;

περὶ δὲ Τρῳαὶ ἅ. ἦσαν 3.384

;

κόπρος ἅ. κέχυτο Od. 17.298

;

ἅ. δέ οἱ ἦσαν ἄρουραι Il.14.122

:—sts. just enough, in moderation,

εἰ δ' ἅ. ἔλθοι Κύπρις E.Med.630

;

ἔφερε κακὸν ἅ. Id.Alc.907

.
2 in [dialect] Ep. freq. closely attached to Noun, χαλκόν τε χρυσόν τε ἅ. bronze and gold in abundance, Od.16.231, cf. Il.22.340;

νῆα ἅ. χρυσοῦ καὶ χαλκοῦ νηησάσθω 9.137

;

ἅ. χέραδος 21.319

;

ἅ. δ' εὐῶδες ἔλαιον Od. 2.339

:—rare in Trag. and Com.,

ἅ. βίοτον εὗρον E.Med.1107

; λύπας ἅ. ἔχων (Elmsl. λύπης) Id.Hel.589; ἅ. ἐλᾳδίῳ διείς prob. in Sotad.Com.1.27; freq. in Alex. poetry,

ἔχω οὐδ' ἅ. ὄξος Theoc.10

. 13;

ἅ. ὄλβος Call.Jov.84

;

ἄρτους ἅ. κατέθηκεν Id.Hec.35

;

ἱδρῶ ἅ. A.R.2.87

:—rare with Adj.,

ἅ. ἦσθ' ἀνάρσιος A.Ag.511

.
3 ἅλις (sc. ἐστί) 'tis enough, ἢ οὐχ ἅ. ὅττι . . ; is't not enough that . . ? Il. 5.349; ἢ οὐχ ἅ. ὡς . . ; 17.450, Od.2.312;

ἅ. ἵν' ἐξήκεις δακρύων S.OT 1515

: abs., ἅλις enough! Id.Aj.1402:—in Trag. c. acc. et inf.,

Ἀργείοισι Καδμείους ἅ. ἐς χεῖρας ἐλθεῖν A.Th.679

: c. dat.,

ἅ. δὲ κλάειν τοὐμὸν ἦν ἐμοὶ κακόν E.Alc.1041

.
4 like an Adj., as predicate, ἅ. γὰρ ἡ παροῦσα συμφορά ib.673, cf. IT1008, S.Tr.332.
5 ἅλις (sc. εἰμί) c. part., ἅ. νοσοῦσ' ἐγώ enough that I suffer, Id.OT 1061;

ἅ. ἐγὼ δυστυχῶν Trag.Adesp.76

.
6 c. gen. rei, enough of a thing,

ἅ. ἔχειν τῆς βορῆς Hdt.1.119

, cf. 9.27;

πημονῆς ἅ. γ' ὑπάρχει A.Ag.1656

, cf. 1659;

ἅ. [ἐστὶ] λελεγμένων Id.Eu.675

;

ἅ. λόγων S.OC1016

;

ἅ. ἀφύης μοι Ar.Fr.506

; to conclude an argument,

καὶ τούτων μὲν ἅ. Pl.Plt.287a

;

καὶ περὶ μὲν τούτων ἅ. Arist.EN 1096a3

, etc.—Cf. ἅλιας. (ϝαλ-, cf. γάλι· ἱκανόν, Hsch.; cf. ἁλής.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἁλίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλις — in crowds indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • Ἅλις — Ἅλῑς , Ἅλις masc acc pl (epic doric ionic aeolic) Ἅλις masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • Ἅλι — Ἅλις masc voc sg Ἅλῑ , Ἅλις masc dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλοῖν — Ἅλις masc gen/dat dual (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλῆσι — Ἅλις masc dat pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλεα — Ἅλις masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλεες — Ἅλις masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλεος — Ἅλις masc gen sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”